Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



πιάτο, το
πιά-το ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του πιάτου - των πιάτων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Σερβίρουμε το φαγητό από την κατσαρόλα στα πιάτα.
Σχετικές λέξεις:  πιατοθήκη πιατέλα
Teller
πιάτο


 2. Πεινούσα πολύ, γι' αυτό έφαγα δύο πιάτα φαΐ.
Teller