Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



σακούλι, το
σα-κού-λι ουσιαστικό, ουδέτερο



 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Στην αποθήκη βρήκα ένα σακούλι γεμάτο βόλους.
Σχετικές λέξεις:  σακί σακούλα σάκος
Beutel