Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



σάκος, ο
σά-κος ουσιαστικό, αρσενικό



Γενική: του σάκου - των σάκων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Ο παντοπώλης έχει ένα σάκο γεμάτο καφέ.
Συνώνυμα:  σακί τσουβάλι
Σχετικές λέξεις:  σακούλα σακούλι σακί
Sack
 


 2. Η εκδρομή θα είναι μικρή. Γι' αυτό θα πάρουμε μαζί μόνο έναν σάκο.
Rucksack
σάκος