Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



τσουβάλι, το
τσου-βά-λι ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του τσουβαλιού - των τσουβαλιών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Δούλεψα πολλά χρόνια φορτώνοντας και ξεφορτώνοντας τσουβάλια με πατάτες.
Συνώνυμα:  σάκος
Sack
τσουβάλι