Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



χάρτινος, -η, -ο
χάρ-τι-νος επίθετο



αρσενικό: ο χάρτινος
θηλυκό: η χάρτινη
ουδέτερο: το χάρτινο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Ο Πέτρος ξέρει να φτιάχνει χάρτινα καραβάκια.
Σχετικές λέξεις:  χαρτί
Papier-,