Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



χαρτί, το
χαρ-τί ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του χαρτιού - των χαρτιών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Ο αδελφός μου έφτιαχνε καραβάκια από χαρτί και στόλιζε το γραφείο του.
Παράγωγα:  χάρτινος χαρτόνι χαρτοσακούλα χαρτοπωλείο αλουμινόχαρτο χαρτομάντιλο χαρτονόμισμα χρυσόχαρτο χαρτοπόλεμος
Papier
 


 2. Ο τροχονόμος ζήτησε από τον οδηγό τα χαρτιά του αυτοκινήτου.
Papiere
 


 3. Την Πρωτοχρονιά οι γονείς μου έπαιξαν χαρτιά με τους φίλους τους.
Karten
Παράγωγα:  χαρτοπαιξία