Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



χαρτόνι, το
χαρ-τό-νι ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του χαρτονιού - των χαρτονιών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Φτιάξαμε μόνοι μας στολίδια από χαρτόνι για την τάξη.
Σχετικές λέξεις:  χαρτί
Pappe