Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



χαρτοπαιξία, η
χαρ-το-παι-ξί-α ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της χαρτοπαιξίας - των χαρτοπαιξιών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Η χαρτοπαιξία είναι βλαβερό πάθος.
Σχετικές λέξεις:  χαρτί
Kartenspielen