Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



χαρτοσακούλα, η
χαρ-το-σα-κού-λα ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της χαρτοσακούλας
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Είναι καλύτερα να χρησιμοποιούμε χαρτοσακούλες, γιατί είναι πιο φτηνές.
Σχετικές λέξεις:  χαρτί σακούλα
Papiertüte
χαρτοσακούλα