Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



άτομο, το
ά-το-μο ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του ατόμου - των ατόμων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Στη γιορτή του σχολείου θα έρθουν γύρω στα διακόσια άτομα.
Συνώνυμα:  άνθρωπος
Person
 


 2. Κάθε μόριο αποτελείται από πάρα πολλά άτομα.
Atom