Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



άνθρωπος, ο
άν-θρω-πος ουσιαστικό, αρσενικό



Γενική: του ανθρώπου - των ανθρώπων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Ο άνθρωπος άρχισε να φτιάχνει εργαλεία πριν από χιλιάδες χρόνια.
Σχετικές λέξεις:  ανθρώπινος ανθρωπότητα ανθρωποφάγος χιονάνθρωπος
Mensch
 


 2. Πολλοί άνθρωποι ενδιαφέρονται για τη μουσική.
Mensch
Συνώνυμα:  άτομο