Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



βιβλιοθηκάριος, ο, η
βι-βλι-ο-θη-κά-ρι-ος ουσιαστικό, αρσενικό - θηλυκό



Γενική: του/της βιβλιοθηκάριου - των βιβλιοθηκάριων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Ρώτα τον βιβλιοθηκάριο αν μπορώ να δανειστώ αυτό το βιβλίο.
Σχετικές λέξεις:  βιβλιοθήκη βιβλίο
Bibliothekar