Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



βιβλιοθήκη, η
βι-βλι-ο-θή-κη ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της βιβλιοθήκης - των βιβλιοθηκών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Η Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης μας έχει πολλά βιβλία.
Σχετικές λέξεις:  βιβλίο θήκη βιβλιοπώλης βιβλιοπωλείο βιβλιοθηκάριος
Bibliothek
βιβλιοθήκη


 2. Τοποθέτησα τα βιβλία μου στη βιβλιοθήκη του δωματίου μου.
Bücherregal