Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



αγανάκτηση
α-γα-νά-κτη-ση ουσιαστικό



Γένος: θηλυκού
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 


негодование, возмущение, гнев
Ορισμός
Συναίσθημα δυσαρέσκειας και θυμού.
Παράδειγμα
 Ήταν μεγάλη η αγανάκτησή του όταν για τρίτη φορά βρήκε κλειστό το μουσείο.
Συνώνυμα:  οργή