Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



οργή
ορ-γή ουσιαστικό



Γένος: θηλυκού
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 


гнев, ярость
Ορισμός
Έντονος θυμός.
Παραδείγματα
 Ξέσπασε την οργή του στην μπάλα, που παραλίγο να την κάνει κομμάτια απ' τις άγριες κλοτσιές.
 Σε ένα ξέσπασμα οργής, έβρισε άσχημα το Γιάννη και τώρα ντρέπεται.

Συνώνυμα:  αγανάκτηση