Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ιατρός
ι-α-τρός ουσιαστικό



Γένος: αρσενικού ή θηλυκού
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 


Ορισμός
Δες τη λέξη γιατρός.