Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



γιατρός
για-τρός ουσιαστικό



Γένος: αρσενικού ή θηλυκού
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 


врач, доктор
Ορισμός
Επιστήμονας που μελετάει και θεραπεύει τις ανθρώπινες αρρώστιες.
Παράδειγμα
 Για να σπουδάσεις γιατρός, φοιτάς πέντε χρόνια στην ιατρική σχολή και μετά κάνεις ειδικότητα.
Συνώνυμα:  ιατρός