Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



οργίζομαι
ορ-γί-ζο-μαι ρήμα



 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 


приходить в ярость; в негодование
Ορισμός
Όταν οργίζεσαι, θυμώνεις (θυμώνω) πολύ.
Παράδειγμα
 Οργίστηκε που καθυστέρησαν στο μάθημα και τους έβαλε τις φωνές.