Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



θυμώνω
θυ-μώ-νω ρήμα



 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 


сердиться, раздражаться
Ορισμός
Όταν θυμώνεις, αισθάνεσαι θυμό (θυμός).
Παράδειγμα
 Είχε θυμώσει τόσο πολύ, που δεν ήξερε πώς να συγκρατηθεί.
Συνώνυμα:  οργίζομαι

сердить, раздражать
Ορισμός
Όταν θυμώνεις κάποιον, τον κάνεις να αισθανθεί θυμό (θυμός).
Παράδειγμα
 Προσπάθησε να μην τον κάνεις να θυμώσει, γιατί μπορεί να τσακωθείτε άσχημα.
Συνώνυμα:  εξοργίζω