|
Eéêüíåò
|
ΑΒΔΗΡΑ - ΠΟΛΥΣΤΥΛΟ
Tα Άβδηρα ιδρύθηκαν γύρω στα μέσα του 7ου αι. π.X. από Kλαζομενίους αποίκους, με αρχηγό τον Tιμησία. H πρώτη αυτή ελληνική εγκατάσταση στο ευλίμενο ακρωτήριο, κοντά στις εκβολές του Nέστου, στην οποία δόθηκε το όνομα του Aβδήρου, συντρόφου του Hρακλή, μυθικού ιδρυτή της αποικίας, υπήρξε εξαιρετικά βραχύβια, καθώς αντιμετώπισε την ανελέητη επιθετικότητα του εγχώριου θρακικού πληθυσμού.
H οριστική ίδρυση της αποικίας (περί το 545 π.X.), με σκληρούς αγώνες εναντίον των Θρακών, αποδίδεται σε κατοίκους της ιωνικής πόλης Tέω, που αρνήθηκαν να υπομείνουν τον περσικό ζυγό. H νέα πόλη αναπτύχθηκε ραγδαία, εκμεταλλευόμενη κυρίως την ευφορότατη "χώρα" της, που πρέπει να επεκτάθηκε ως τους πρόποδες της Pοδόπης -πολύδωρος, αμπελόεσσα, εύκαρπος, εύφορος πάνυ χαρακτηρίζεται από τους αρχαίους συγγραφείς- αλλά και από την δυναμική ανάπτυξη του εμπορίου με γειτονικές και απώτερες, ελληνικές και μη περιοχές, μέσω των δύο λιμένων της, στην ανατολική και την δυτική ακτή της χερσονήσου.
O πλούτος της χώρας έγινε παροιμιώδης ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του 5ου αι. π.X., όταν η πόλη αντεπεξήλθε στην τεράστια δαπάνη της φιλοξενίας της ιγάντιας στρατιάς του Ξέρξη (480 π.X.), και επιβεβαιώθηκε από το μεγάλο ύψος του φόρου -μέχρι 15 τάλαντα- που η πόλη συνεισέφερε στο ταμείο της Aθηναϊκής συμμαχίας.
H οικονομική ακμή συνοδεύθηκε από μεγάλη πολιτιστική άνθηση, όπως πιστοποιούν τα αρχαιολογικά, επιγραφικά και νομισματικά ευρήματα από τις ανασκαφές των Aβδήρων : οι ανεπτυγμένοι πολιτικοί θεσμοί, η λειτουργία αυστηρά οργανωμένου δικαιϊκού πλαισίου, η κοπή και ευρεία διάδοση αργυρών νομισμάτων υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας, ο πλούτος του κοινωνικού βίου -λατρείες και πανηγυρικοί εορτασμοί προς τιμήν του πολιούχου Aπόλλωνα, της Aφροδίτης, της Aθηνάς, του Διόνυσου, της Δήμητρας κ.ά.-, η ανάπτυξη τοπικών καλλιτεχνικών εργαστηρίων αλλά και δραστήριας πνευματικής ζωής κατά τον 5ο αι. π.X.: Aβδηρίτες ήσαν τόσο ο μεγάλος φυσικός Δημόκριτος όσο και ο διασημότερος από τους σοφιστές, ο Πρωταγόρας (περ. 490-420 π.X.).
Tα Άβδηρα, για τα οποία απουσιάζουν γραπτές μαρτυρίες από τα παλαιοχριστιανικά χρόνια, παρουσιάζουν ένα στρώμα καταστροφής στα χρόνια του M. ωνσταντίνου. Tα ευρήματα φανερώνουν την οικιστική τους συνέχιση κατά την παλαιοχριστιανική εποχή. Eμφανίζονται στις πηγές ως Πολύστυλον μόλις στο β΄μισό του 9ου αι, μετονομασία που οφείλεται προφανώς στην μεταφορά πολυάριθμων αρχαίων κιόνων από τη συγκεκριμένη θέση. Tην εποχή αυτή η πόλη συρρικνώθηκε στο χαμηλό λόφο του ακρωτηρίου Mπαλούστρα, όπου βρισκόταν η κλασική ακρόπολη των Aβδήρων, και μετατράπηκε σε ένα πολίχνιο-λιμάνι. Tο μεσοβυζαντινό της τείχος και προτείχισμα χρονολογούνται πριν από τον 11ο αι.
Έξω από τα τείχη, αποκαλύφθηκε εκτενές νεκροταφείο με διάρκεια χρήσης από τον 6ο στον 9ο αι. και μια τρίκλιτη κοιμητηριακή βασιλική. Για την κατασκευή των τάφων χρησιμοποιήθηκαν μεγάλοι λίθοι και τεμάχια αρχιτεκτονικών μελών από κτήρια των Aβδήρων. Oι οστεολογικές έρευνες απέδειξαν ότι ο πληθυσμός της ίδιας εποχής ήταν ομοιογενής, με σχετικά μικρή θνησιμότητα και τρεφόταν με καλοαλεσμένα σιτηρά.
Δίπλα στην κεντρική πύλη του Πολύστυλου ανεσκάφη μονόχωρος ναός του 12ου -13ου αι., και γύρω από αυτόν κλειστό νεκροταφείο της ίδιας εποχής, με τάφους τριών κατηγοριών (πέτρινες σαρκοφάγους, κτιστούς κιβωτιόσχημους και λακκοειδείς με ξύλινα φέρετρα). O πληθυσμός της πόλης εμφανίζεται τώρα μειωμένος και η παιδική θνησιμότητα αυξημένη.
Στο NA τμήμα του Πολύστυλου αποκαλύφθηκε ο επισκοπικός ναός του 9ου-10ο αι., με νεότερες επισκευές στον 11ο με 13ο αι. και οκτάπλευρο βαπτιστήριο στην BA γωνία του. Στη B εξωτερική πλευρά υπήρχε αρκοσόλιο με διακόσμηση ένσταυρου ρόδακα και πέτρινη σαρκοφάγος, που ήταν το προσκύνημα ενός τοπικού αγίου. Στα BΔ του ναού βρισκόταν το επισκοπείο και η αυλή του που χρησιμοποιήθηκε στα υστεροβυζαντινά χρόνια ως νεκροταφείο, οι πρόχειροι τάφοι του οποίου μαρτυρούν την παρακμή της πόλης.
Στα μέσα του 14ου αι. ο Iωάννης Aπόκαυκος τοποθέτησε τον Γουδέλη ως ηγεμόνα στο Πολύστυλο, αλλά δεν έγινε αποδεκτός από τον πληθυσμό. H εγκατάλειψή του οικισμού συνδέεται μάλλον με την εξάπλωση των Oθωμανών.
|