Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



αηδιάζω
α-η-δι-ά-ζω ρήμα



Αόριστος: αηδίασα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Μόλις είδα το χαλασμένο φαγητό στην κατσαρόλα, αηδίασα.
Σχετικές λέξεις:  αηδία αηδιαστικός αηδιασμένος
be disgusted
αηδιάζω


 2. Ο καιρός δεν ήταν καλός. Γι' αυτό το ταξίδι με το καράβι με αηδίασε.
turned my stomach