Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



αηδιαστικός, -ή, -ό
α-η-δι-α-στι-κός επίθετο



αρσενικό: ο αηδιαστικός
θηλυκό: η αηδιαστική
ουδέτερο: το αηδιαστικό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Τα σκουπίδια έχουν αηδιαστική μυρωδιά.
Σχετικές λέξεις:  αηδία αηδιάζω αηδιασμένος
disgusting