Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



αηδία, η
α-η-δί-α ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της αηδίας - των αηδιών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Το ταξίδι στη θάλασσα τού φέρνει αηδία.
Σχετικές λέξεις:  αηδιαστικός αηδιάζω αηδιασμένος
disgust
 


 2. Αηδία είναι ο χυμός με τόσο πολλή ζάχαρη!
disgusting
 


 3. Να είστε σοβαροί και να μην κάνετε αηδίες!
behave foolishly
Συνώνυμα:  χαζομάρα κουταμάρα