Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



γέννηση, η
γέν-νη-ση ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της γέννησης - των γεννήσεων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Φέτος γιορτάζουμε τα 100 χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου ποιητή.
Αντώνυμα:  θάνατος
Σχετικές λέξεις:  γεννάω γεννητικός
birth