Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



γεννητικός, -ή, -ό
γεν-νη-τι-κός επίθετο



αρσενικό: ο γεννητικός
θηλυκό: η γεννητική
ουδέτερο: το γεννητικό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Το γεννητικό σύστημα των αντρών είναι διαφορετικό από αυτό των γυναικών.
Σχετικές λέξεις:  γεννάω γεννητικός
genital