Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



γεννάω, -ώ
γεν-νά-ω ρήμα



Αόριστος: γέννησα
Μετοχή: γεννημένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Η γάτα μας γέννησε τέσσερα γατάκια.
Σχετικές λέξεις:  γέννηση γεννητικός νεογέννητος
give birth
 


 2. Οι κότες γεννάνε αβγά.
lay
 


 3. Δες: γεννιέμαι.