Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



γίνομαι
γί-νο-μαι ρήμα



Αόριστος: έγινα
Μετοχή: γινωμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Τι θέλεις να γίνεις, όταν μεγαλώσεις;
Σχετικές λέξεις:  ξαναγίνομαι
become
 


 2. Ελάτε στο τραπέζι, έγινε το φαγητό.
be ready
Συνώνυμα:  ετοιμάζομαι
 


 3. Τι έγινε και φωνάζετε;
happened
Συνώνυμα:  συμβαίνω
 


 4. Αυτά τα φρούτα είναι πολύ γινωμένα, σχεδόν σάπια.
ripe
Συνώνυμα:  ώριμος
Αντώνυμα:  άγουρος