Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



γωνία, η
γω-νί-α ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της γωνίας - των γωνιών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Χτύπησα στη γωνία του τραπεζιού κι έκανα μελανιά.
Σχετικές λέξεις:  τετράγωνος τετράγωνο τρίγωνο
edge
γωνία


 2. Θα συναντηθούμε σε μισή ώρα στη γωνία του φαρμακείου.
corner
Συνώνυμα:  στροφή
 


 3. Μόλις πήρα το φρέσκο ψωμί, έκοψα πρώτα τη γωνία.
heel
 


 4. Βλέπουμε τα πράγματα από διαφορετική γωνία. Ποτέ δεν συμφωνούμε.
angle