Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



διάβασμα, το
διά-βα-σμα ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του διαβάσματος - των διαβασμάτων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Έχω πολύ διάβασμα για το σχολείο.
Συνώνυμα:  μελέτη
Σχετικές λέξεις:  διαβάζω
homework
 


 2. Στις ελεύθερες ώρες μου ασχολούμαι με το διάβασμα.
reading