Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μελέτη, η
με-λέ-τη ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της μελέτης - των μελετών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Το απόγευμα είναι η ώρα για την καθημερινή μελέτη.
Συνώνυμα:  διάβασμα
Σχετικές λέξεις:  μελετάω μελετηρός
study
 


 2. Οι επιστήμονες κάνουν μελέτες στο διάστημα.
research, study