Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



διαλύομαι
δι-α-λύ-ο-μαι ρήμα



Αόριστος: διαλύθηκα
Μετοχή: διαλυμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Η ζάχαρη διαλύεται εύκολα στο νερό.
Σχετικές λέξεις:  διάλυση
dissolve
 


 2. Το παλιό αυτοκίνητο διαλύθηκε και δε λειτουργεί πια.
be wrecked
Συνώνυμα:  χαλάω
 


 3. Πίνω την ασπιρίνη διαλυμένη σε νερό.
dissolved
 


 4. Δες: διαλύω.