Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



διήγηση, η
δι-ή-γη-ση ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της διήγησης - των διηγήσεων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Ξέρω την ιστορία από τις διηγήσεις της γιαγιάς μου.
Σχετικές λέξεις:  διηγούμαι διήγημα
story