Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



διηγούμαι
δι-η-γού-μαι ρήμα



Αόριστος: διηγήθηκα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Η γιαγιά μου διηγείται παλιές ιστορίες.
Συνώνυμα:  λέω
Σχετικές λέξεις:  διήγηση διήγημα
tell