Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ακοή, η
α-κο-ή ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της ακοής
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Το όργανο της ακοής είναι το αφτί.
Σχετικές λέξεις:  ακούω ακουστικό
hearing