Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ακούω
α-κού-ω ρήμα



Αόριστος: άκουσα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Κάθε πρωί ακούω τις ειδήσεις στο ραδιόφωνο.
Σχετικές λέξεις:  ακουστικό ακοή
listen to
 


 2. Τ' άκουσες; Έρχεται κακοκαιρία.
hear the news
Συνώνυμα:  μαθαίνω
 


 3. Ο αδελφός μου είναι πολύ άτακτος. Δεν ακούει ποτέ τους γονείς μας.
listen to
 


 4. Δες: ακούγομαι.