Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ακουστικό, το
α-κου-στι-κό ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του ακουστικού - των ακουστικών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Ο παππούς δεν ακούει καλά, γι' αυτό φοράει ακουστικά.
Σχετικές λέξεις:  ακούω ακοή
hearing aid
ακουστικό


 2. Ακούω ραδιόφωνο με τα ακουστικά, για να μην ενοχλώ κανέναν στο δωμάτιο.
headphones