Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



δροσιά, η
δρο-σιά ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της δροσιάς
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Μόλις πέφτει ο ήλιος, αρχίζει η δροσιά.
Αντώνυμα:  ζέστη
Σχετικές λέξεις:  δροσίζω δροσερός
coolness