Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



δροσίζω
δρο-σί-ζω ρήμα



Αόριστος: δρόσισα
Μετοχή: δροσισμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Τι να σας κεράσω για να σας δροσίσω; Νερό ή αναψυκτικό;
Αντώνυμα:  ζεσταίνω
Σχετικές λέξεις:  δροσιά δροσερός δροσιστικός
refresh
 


 2. Από αύριο θα δροσίσει ο καιρός.
cool down
Αντώνυμα:  ζεσταίνομαι
 


 3. Δες: δροσίζομαι.