Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



έξυπνος, -η, -ο
έ-ξυ-πνος επίθετο



αρσενικό: ο έξυπνος
θηλυκό: η έξυπνη
ουδέτερο: το έξυπνο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Αυτό το παιδί είναι πολύ έξυπνο. Λύνει πάντα όλα τα προβλήματα.
Συνώνυμα:  ξύπνιος
Αντώνυμα:  χαζός κουτός
Σχετικές λέξεις:  εξυπνάδα
clever, bright
 


 2. Μην κάνεις τον έξυπνο συνέχεια, γιατί μας εκνευρίζεις όλους.
try to be clever