Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



κουτός, -ή, -ό
κου-τός επίθετο



αρσενικό: ο κουτός
θηλυκό: η κουτή
ουδέτερο: το κουτό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις. Αφού δεν είσαι κουτός!
Συνώνυμα:  χαζός
Αντώνυμα:  έξυπνος ξύπνιος
Σχετικές λέξεις:  κουταμάρα
stupid