Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



χαζός, -ή, -ό
χα-ζός επίθετο



αρσενικό: ο χαζός
θηλυκό: η χαζή
ουδέτερο: το χαζό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Μη μου κάνεις εμένα το χαζό. Ξέρω πολύ καλά ότι καταλαβαίνεις.
Συνώνυμα:  κουτός
Αντώνυμα:  έξυπνος ξύπνιος
Σχετικές λέξεις:  χαζομάρα χαζεύω
play the fool