Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ηλικιωμένος, -η, -ο
η-λι-κι-ω-μέ-νος επίθετο



αρσενικό: ο ηλικιωμένος
θηλυκό: η ηλικιωμένη
ουδέτερο: το ηλικιωμένο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Στο διπλανό σπίτι κατοικεί ένα ηλικιωμένο ζευγάρι.
Αντώνυμα:  νέος
Σχετικές λέξεις:  ηλικία
elderly