Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ημερολόγιο, το
η-με-ρο-λό-γι-ο ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του ημερολογίου - των ημερολογίων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Στο ημερολόγιο βλέπουμε όλες τις ημέρες και τους μήνες του χρόνου.
Σχετικές λέξεις:  μέρα ημερομηνία ημερήσιος
calendar
ημερολόγιο


 2. Το κινέζικο ημερολόγιο είναι διαφορετικό από το δικό μας.
calendar
 


 3. Κάθε μέρα γράφω στο ημερολόγιό μου τι συμβαίνει στη ζωή μου.
diary