Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ημερήσιος, -α, -ο
η-με-ρή-σι-ος επίθετο



αρσενικό: ο ημερήσιος
θηλυκό: η ημερήσια
ουδέτερο: το ημερήσιο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Μέχρι να βρω ημερήσια απασχόληση, δούλευα τις νύχτες.
Αντώνυμα:  νυχτερινός
Σχετικές λέξεις:  μέρα ημερομηνία ημερολόγιο
day
 


 2. Οι εφημερίδες που κυκλοφορούν καθημερινά λέγονται ημερήσιες.
daily
 


 3. Αύριο θα πάμε ημερήσια εκδρομή με το σχολείο.
day