Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μέρα, η
μέ-ρα ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της μέρας - των μερών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. -Τι μέρα έχουμε σήμερα; -Τετάρτη.
Σχετικές λέξεις:  ημερήσιος ημερομηνία ημερολόγιο σήμερα ισημερία μεσημέρι ξημερώνω
day
 


 2. Το καλοκαίρι οι μέρες είναι πιο μεγάλες.
day
Αντώνυμα:  νύχτα