Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



θερμόμετρο, το
θερ-μό-με-τρο ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του θερμομέτρου - των θερμομέτρων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Βάλε θερμόμετρο, να δούμε αν έχεις πυρετό.
Σχετικές λέξεις:  θερμός μέτρο
thermometer
θερμόμετρο