Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



κάθισμα, το
κά-θι-σμα ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του καθίσματος - των καθισμάτων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Ο καναπές και η πολυθρόνα είναι καθίσματα.
Σχετικές λέξεις:  κάθομαι καθιστός
seat
κάθισμα


 2. Δεν έχει άδειο κάθισμα στο λεωφορείο.
seat
Συνώνυμα:  θέση