Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ισημερία, η
ι-ση-με-ρί-α ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της ισημερίας - των ισημεριών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Αύριο έχουμε ισημερία. Δηλαδή η μέρα διαρκεί ακριβώς όσο και η νύχτα.
Σχετικές λέξεις:  ίσος μέρα
equinox