Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



καθημερινός, -ή, -ό
κα-θη-με-ρι-νός επίθετο



αρσενικό: ο καθημερινός
θηλυκό: η καθημερινή
ουδέτερο: το καθημερινό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Ακολούθησε την καθημερινή του διαδρομή.
Παράγωγα:  καθημερινά
daily
 


 2. Θα βγάλω τα καθημερινά μου ρούχα και θα βάλω τα καλά μου για να πάω στη γιορτή.
everyday
Συνώνυμα:  πρόχειρος
Αντώνυμα:  καλός γιορτινός
 


 3. Δεν είναι τίποτα το περίεργο: είναι μία απλή, καθημερινή ιστορία.
everyday