| Δείτε επίσης τις λέξεις:
   | 
          
            | 
                
                  | 
				  	  
				 
                      
                                 1. Ακολούθησε την καθημερινή του διαδρομή.
                                
                            Παράγωγα: 
                           	
                                	καθημερινά                          			
									                        
      
                                                       
                      
                      
                      daily |  |  
 
                
                  | 
				  
				  
                      
                       2. Θα βγάλω τα καθημερινά μου ρούχα και θα βάλω τα καλά μου για να πάω στη γιορτή.
                      everyday
                      
                      
      
      			    	
      			    		                                                                                                                                                                                     
	     			    
      			    		Συνώνυμα:  
                            
                        	
                                	πρόχειρος                          			
									
      			    		
                            Αντώνυμα: 
                        
                                	καλός                          			
									
                                	γιορτινός |  |  
 
                
                  | 
				  
				  
                      
                       3. Δεν είναι τίποτα το περίεργο: είναι μία απλή, καθημερινή ιστορία.
                      everyday |  |  
 |  |