Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



πρόχειρος, -η, -ο
πρό-χει-ρος επίθετο



αρσενικό: ο πρόχειρος
θηλυκό: η πρόχειρη
ουδέτερο: το πρόχειρο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Φόρεσα πρόχειρα ρούχα, για να μη λερώσω τα καλά μου.
Συνώνυμα:  καθημερινός
Αντώνυμα:  καλός γιορτινός
Σχετικές λέξεις:  πρόχειρα
casual
 


 2. Θα ετοιμάσω να φάμε κάτι πρόχειρο, γιατί δεν έχουμε καιρό.
snack